ἀλεγεινῆς

ἀλεγεινῆς
ἀλεγεινός
causing pain
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… …   Dictionary of Greek

  • κακορραφία — κακορραφία, ἡ (Α) μηχανορραφία, σκευωρία, κακοθουλία («κακορραφίης ἀλεγεινῆς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ρραφία (< ρραφος < ραφή), πρβλ. δικο ρραφία, δολο ρραφία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”